- εκτορέας
- οχαλύβδινο εργαλείο με το οποίο κοιλαίνονται αντικείμενα, κυρίως μέταλλα, με τόρνευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἑκτορέας — Ἑκτορέᾱς , Ἕκτωρ fem acc pl Ἑκτορέᾱς , Ἕκτωρ fem gen sg (attic doric aeolic) Ἑκτορέᾱς , Ἑκτόρεος fem acc pl Ἑκτορέᾱς , Ἑκτόρεος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)